- σφακελούμαι
- -όομαι, Ν [σφάκελος (Ι)](λόγιος τ.)1. προσβάλλομαι από γάγγραινα2. (για άμπελο) υφίσταμαι σήψη τών ριζών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφακέλωμα — (I) το, Ν [σφακελούμαι] γάγγραινα. (II) το / σφακέλωμαν, ΝΜ βλ. φασκέλωμα. (III) το, Ν (μυκητ.) γένος δευτερομυκήτων που ανήκει στην τάξη μελανκονιώδη τής κλάσης κοιλομύκητες και περιλαμβάνει 50 περίπου κοσμοπολίτικα είδη … Dictionary of Greek
σφακέλωση — η, Ν [σφακελούμαι] ιατρ. νέκρωση ιστών ως αποτέλεσμα γάγγραινας … Dictionary of Greek